καταμώ

καταμώ
καταμῶ, -άω (Α)
1. κατακόπτω, θερίζω («κατ' αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ κοπίς» — θα τόν κατακάψει το φονικό μαχαίρι τών θεών τού κάτω κόσμου, Σοφ.)
2. μέσ. καταμῶμαι, -άομαι
συσσωρεύω, συναθροίζω («τήν ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀμῶ «θερίζω, δρέπω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”